- προσταχτικός
- -ή, -ό, Νβλ. προστακτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προστακτικός — ή, ό / προστακτικός, ή, όν, ΝΑ, και προσταχτικός, ή, ό, Ν [προστακτός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσταγή ή αυτός που εκφράζει προσταγή, επιτακτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η προστακτική (ενν. έγκλιση) γραμμ. μία από τις τέσσερεις… … Dictionary of Greek
προστακτικός — προστακτικός, ή, ό και προσταχτικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσταγή, που εκφράζει προσταγή, αλλ. επιταχτικός. 2. το θηλ. ως ουσ., προστακτική έγκλιση ρήματος που εκφράζει προσταγή, προτροπή, παράκληση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)